Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Το ταξίδι της ψυχής ενός ναρκωμανή. κεφ.10



γράφει ο Άκης κουστουλίδης

Όμορφη γυναίκα


Περάσανε πέντε μετρημένα χρόνια πολεμώντας με την κατάθλιψη μέσα στο λιμάνι της απομόνωσης και η κούραση ήταν εξοντωτική. Οι μάχες αφήσανε πολλά σημάδια σε όλα τα μέρη της υλικής μου ύπαρξης. Πολλές ήταν οι στιγμές που ένιωθε η ύπαρξή μου την ψυχή μου και την καρδιά μου να πέφτουν στην αγκαλιά της ζωής μου και να κλαίνε. Πολλές ήταν οι στιγμές όπου μέσα μου γινότανε ένας εσωτερικός πόλεμος και η φθορά της ύπαρξής μου ολοένα και μεγάλωνε και ο κίνδυνος να χάσω την μάχη από την κατάθλιψη ήταν ορατός.
Αόρατη παρέμενε η παρουσία κάποιας γυναίκειας μορφής και ο αέρας που έφτανε κάθε πρωί ήταν άοσμος δεν έφερνε κανένα νέο άρωμα δεν έδινε κανένα σημάδι για να μπορέσει η καρδιά μου να χτυπήσει. Ένας χτύπος ήταν αρκετός για να νικήσει την κατάθλιψη και να συνεχίσει το ταξίδι η ψυχή μου για τον μεγάλο προορισμό. Το όνειρο της ψυχής μου έστελνε κάποια σήματα ζωντάνιας κάνοντας την ψυχή μου να σπαρταράει από την αγωνία. Ήταν πλέον ορατό πως για να χτυπήσει η καρδιά χρειαζότανε το πιλοτήριο να αφήσει το τιμόνι της βάρκας και να συμμαχήσει με την ψυχή, την καρδιά και να πάρει ξανά το τιμόνι η ίδια μου η ζωή. Κάτι που το πιλοτήριο μου έκανε σε όλη την διάρκεια της μάχης με την κατάθλιψη ήταν η συνεχόμενη παρουσία του στο λιμάνι όπου εργαζότανε με τον πατέρα της ψυχής μου. Ήταν κάτι που το έκανε για τα χρήματα που του δίνανε ένα εισιτήριο για το λιμάνι της ψευδαίσθησης. Δεν ήξερε πως αυτές οι επισκέψεις θα του δίνανε το κουράγιο για μια καινούργια ιδέα.
Η ψυχή μου του έβαλε μια ιδέα και ήξερε πως μπορούσε να αλλάξει το σκεπτικό του. Του έβαλε την ιδέα πως αν σταματούσε να αγόραζε τόσο συχνά τα εισιτήρια για μια ακόμη ψευδαίσθηση και αφιερώνοντας παραπάνω μετρημένο χρόνο στη δουλειά ίσως να μπορούσε να ζυγώσει τη βάρκα μας κάποια γυναίκεια μορφή. Ίσως να μπορούσαμε να κάνουμε ένα δικό μας λιμάνι οικογένειας. Το πιλοτήριο πήρε στα σοβαρά αυτή την ιδέα και η σπίθα ζέστανε την ψυχή μου δίνοντας την αίσθηση ενός ακόμη χτύπου της καρδιάς. Επί ένα ολόκληρο μετρημένο χρόνο αυτή η ιδέα μεγάλωνε μέσα στο πιλοτήριό μου το όποιο άρχισε να την πιστεύει. Το μοναδικό που μπορούσε να καταστρέψει αυτή την ιδέα ήταν εκείνη η χρυσή σκόνη που χρησιμοποιούσε το πιλοτήριό μου όλο και πιο συχνά. Η ψυχή μου έδωσε τα σημάδια της πίστης πως κάτι θα άλλαζε και θα έφευγε οριστικά και νικήτρια από την μάχη με την κατάθλιψη.
Κατά μία σύμπτωση ο αύγουστος ήταν ο μήνας που πάντα κάτι έφερνε.
Μόλις ο αύγουστος μεγάλωσε άρχισε ο αέρας να φέρνει ένα άρωμα. Ήταν το γνωστό άρωμα μια γυναίκειας μορφής. Στο βάθος του ορίζοντα ο ουρανός άλλαζε χρώμα και φανέρωνε μια γυναίκεια μορφή. Η κατάθλιψη βλέποντας την ήττα να έρχεται και το θαύμα να γεννιέται έκανε την ύστατη προσπάθεια για να καταπιεί την ψυχή μου. Άπλωσε τα τεράστια γεροδεμένα σιδερένια χέρια της προσπαθώντας να πνίξει μέσα της την ψυχή μου. Ήδη ήταν αργά η καρδιά άρχισε να χτυπά και η βάρκα μου να τρέχει προς τον χρωματιστό ουρανό αφήνοντας τα μαύρα σύννεφα της κατάθλιψης και το λιμάνι της απομόνωσης πίσω της. Το θαύμα έγινε και βγήκα ολάκερος και ζωντανός από το λιμάνι της απομόνωσης αλλά τα σημάδια που  άφησε ήταν ορατά και βαριά.
Βγήκε μετά από πολλά μετρημένα χρόνια στα ανοιχτά του ποταμού η βάρκα μου την όποια τώρα την οδηγούσε η ζωή μου παρά την δύσκολη αποχώρηση του πιλοτήριου μου από την θέση του οδηγού.
Κολυμπήσαμε στα ανοιχτά του ποταμού προς το μέρος όπου ο έρωτας περίμενε την βάρκα μου. Είχε μαζί του μια βάρκα με μια πανέμορφη γυναίκεια υλική ύπαρξη.
Ο έρωτας πήρε τις δυο βάρκες και τις έβαλε δίπλα-δίπλα σε ένα μοναχικό μικρό λιμανάκι. Παρά τα πολλά σημάδια από τις μάχες υπήρχε κάτι που ήταν πολύ βασανιστικό. Ο μανδύας της μοναξιάς άρχισε να πέφτει και μαζί του ξεκολλούσε και η σάρκα μου. Ήταν η πρώτη φορά που προσπάθησε η ψυχή μου να απαλλαγεί από τον μανδύα της μοναξιάς. Την πρώτη φορά που τον έβγαλε ένιωσε τελείως γυμνή και αδύναμη. Ένιωσε πως αν αποκαλυπτότανε τελείως το θέαμα θα ήταν φρικιαστικό και απωθητικό για οποιονδήποτε το αντίκριζε. Φοβότανε πως η όμορφη γυναίκα θα έφευγε μόλις αντίκριζε την γύμνια της ψυχής μου.
Ήταν  πολλές οι στιγμές μέσα στη μέρα που η ψυχή μου έβαζε το μανδύα της μοναξιάς άσχετα αν ήταν μαζί με την όμορφη ύπαρξη άσχετα αν υπήρχαν πολλές βάρκες δίπλα της αυτή ένιωθε μόνη. Ίδια ήταν η αίσθηση κάθε φορά που την έβγαζε. Κρύωνε και ένιωθε γυμνή.
Μέσα στο λιμανάκι του έρωτα για πρώτη φορά η ζωή μου έριξε άγκυρα και ένιωθε πως ήταν το πιο ασφαλές λιμάνι μέχρι να ξαναχτυπήσει η καρδιά. Όλα ήταν ήρεμα και η σχέση με την όμορφη γυναίκα αποκτούσε ενδιαφέρον, υπήρχε το άρωμα της αγάπης γύρω από τις βάρκες και μας ακολουθούσε όπου και πηγαίναμε. Χρειαζότανε μια στάση μπροστά στο λιμάνι του ονείρου μου για να διαπίστωνε η ψυχή μου αν τελικά βρήκε την μούσα της. Από την μία ήθελε να μάθει την αλήθεια και από την άλλη φοβότανε την απογοήτευση που θα ένιωθε αν και αυτή δεν μπορούσε να το δει. Δεν έπαιρνε την μεγάλη απόφαση και άφηνε όλη την ευθύνη στα χέρια της ζωής και στα τυχαία γεγονότα που θα μπορούσανε να συμβούν. Το μόνο που άρχισε να ανησυχεί την ψυχή μου ήταν οι όλο και πιο συχνές στάσεις του πιλοτήριου μου στην χρυσή σκόνη. Ίσως ήταν ο φόβος που το οδηγούσε εκεί ίσως ήταν ο εγωισμός ίσως η αλαζονεία ίσως οι ενοχές ίσως η ντροπή η χρυσή σκόνη ήταν πλέον πρόβλημα. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό η ψυχή μου θέλησε να μάθει την αλήθεια για την μούσα της. Κάτι δεν της άρεσε σε όλο αυτό που ζούσε και δεν είχε την απάντηση κανείς, ούτε η ίδια η παντογνώστρια ζωή. Ο αέρας είχε πολλά αρώματα και πολλές δυσοσμίες. Υπήρχανε τα πάντα στην ζωή μου μα η ψυχή μου αλλά ένιωθε. Το χρήμα υπήρχε, το λιμανάκι του έρωτα ήταν όμορφο, η όμορφη γυναίκα ήταν δίπλα μου, το λιμάνι της οικογένειας ήταν πλέον ήρεμο μα όλα τής ήταν αδιάφορα. Πήγε με την όμορφη γυναίκα μια μικρή βόλτα κάτω από ένα πολύχρωμο ηλιοβασίλεμα και προσπάθησε να της δείξει το λιμάνι του ονείρου της. Μάταια δεν έβλεπε τίποτα. Τόση ομορφιά είχε απλωθεί μπροστά της μα αυτή κοιτούσε τα θολά νερά του ποταμού. Η ψυχή μου ένιωσε πως όλα μα όλα ήταν μάταια και πως ποτέ δεν θα μπορούσε να βρει την μούσα της και να ζήσει μέσα στο όνειρό της. Απογοητεύτηκε και γύρισε στην σιωπή την ατελείωτη πλαγιάζοντας δίπλα στην σπίθα. Κάποτε ίσως κάποτε να το ζήσω σκεφτότανε και συνέχιζε να ψελλίζει κάτι λόγια, μπορεί να είναι σε άλλο κόσμο η μούσα της μπορεί να την συναντήσει σε άλλη ζωή με άλλη μορφή. Της φαινότανε τελείως αδύνατο να την συναντήσει σε αυτόν τον υλικό κόσμο. Απλά κράτησε το όνειρο και κοιμήθηκε. Η καρδιά μου σκέπασε όλες τις πληγές και έκανε σαν να μην είχε καμία .Το πιλοτήριο πλέον έκανε σε καθημερινή βάση στάσεις στην χρυσή σκόνη. Το κακό δεν θα αργούσε να κάνει την εμφάνισή του. Το ένιωθε η ψυχή μου και το επιβεβαίωνε ο αέρας. Απλά δεν ήξερε τι ακόμη θα συναντούσε μπροστά της χειρότερο από όλα όσα είχε βιώσει μέχρι τώρα. Τα πρώτα τριάντα τρία χρόνια από το μετρημένο χρόνο της είχανε περάσει και πίστευε πως είχε βιώσει και με το παραπάνω το κακό και μάλιστα από πολύ μικρή ηλικία.
Η χρυσή σκόνη έκανε την εμφάνισή της μέσα στο λιμάνι του έρωτα και η όμορφη γυναίκα πληγώθηκε νιώθοντας προδομένη. Το πιλοτήριό μου κατάφερε για άλλη μια φορά να χαρίσει λίγο ακόμη πόνο σε όλες τι ψυχές που νιώθανε λίγη αγάπη για την ψυχή μου. Η ζωή μου έχασε το τιμόνι από το πιλοτήριό μου και ο θάνατος εμφανίστηκε με την πιο γιορτινή του μορφή. Ήταν πλέον σίγουρος πως αυτή την φορά θα πάρει την ψυχή μου και θα σταματήσει το ταξίδι της.
Μπροστά  πλέον δεν είχε η ψυχή μου να συναντήσει κάποιο λιμάνι αλλά το πρώτο νησί που ήξερε ότι υπάρχει αλλά δεν φαντάστηκε ποτέ της ότι θα έκανε στάση εκεί μέσα. Ο ορίζοντας της το φανέρωσε μπροστά της και η θέα του ήταν τόσο τρομακτική που νόμιζε πως εκεί μέσα επικρατεί το χάος και ο θάνατος.
Δεν έκανε λάθος. Εκεί μέσα ζούσανε ψυχές που θέλανε να πεθάνουν, που θέλανε το τέλος του ταξιδιού τους όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Ήταν το νησί του σκότους ήταν το νησί που όλες οι καταραμένες και κατατρεγμένες ψυχές ζητούσανε εξιλέωση με τον θάνατο τους. Ήταν το νησί των σκοτωμένων από αγάπη.............

Δεν υπάρχουν σχόλια: