γράφει ο Ακης κουστουλίδης
Η αρχή
Κάπου μέσα στα αμέτρητα χρόνια, εκεί μέσα στο άγνωστο χάος όπου ο νους μου
δεν ξέρει και μήτε τολμά να φανταστεί αν επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι ή έχει
νικήσει το λευκό ή αν και τα δυο τους περπατάνε μαζί χέρι-χέρι ζούσε η ψυχή μου.
Εκεί κάπου μέσα στο χάος ένιωσε την λαχτάρα να αφήσει το άγνωστο και να
Δεν ήξερε τον τρόπο δεν ήξερε τον προορισμό ούτε ήξερε για ένα μέρος κάπου στην
άκρη του άγνωστου χάους που το λέγανε Γη.
Άφησε την λαχτάρα να την οδηγήσει σε αυτό το μέρος που όλα είχαν μια υλική
υπόσταση και το άγνωστο χάος χανότανε. Γινότανε ένας μικρός κόσμος με διάφορες
υλικές μορφές. Την άφησε να επιλέξει σε ποια μορφή θα έμπαινε και θα ταξίδευε
Πέρασε αμέτρητος χρόνος μέχρι που η λαχτάρα για ταξίδι έγινε ένα με την ψυχή
μου και περάσανε σε μια διάσταση όπου όλα είναι ορατές υλικές μορφές, όλα
μπορούν να μετρηθούν όπως ο χρόνος μετριέται σε χρόνια και όλα έχουν κάτι που
για πρώτη φορά η ψυχή μου γνώρισε, υπάρχει ένα τέλος, υπάρχει μια αρχή και η
υλη γεννιέται και πεθαίνει.
Σαν ένα, η λαχτάρα με την ψυχή μου, περάσανε μέσα από μια μαύρη τρύπα του
απέραντου χάους και πέσαμε μέσα σε μια σπηλιά.
Μια σπηλιά σκοτεινή και τρομακτική. Ήταν γεμάτη νερό με πολλούς υλικούς
μικροοργανισμούς εργάτες που αρχίσανε να χτίζουν πάνω στην ψυχή μου μια
πανοπλία ή καλύτερα χτίζανε την υλική μορφή που θα έπαιρνα για να κάνω το
ταξίδι πάνω στην Γη. Αυτή η μορφή θα ήταν η ταυτότητα και το εισιτήριο μαζί για
Για πρώτη φορά άκουσα πως όλα έχουν και ένα όνομα και το πρώτο όνομα που
έμαθα ήταν αυτό της σπηλιάς τη λέγανε μήτρα.
Μου είπανε ότι χρειαζότανε να κάτσω μέσα στη μήτρα για εννέα μήνες μετρημένου
χρόνου και μετά θα με βγάζανε στον κόσμο της Γης.
Αυτοί οι μικροοργανισμοί εργάτες μου είπανε πως αυτό που χτίζανε γύρω-γύρω
από την ψυχή μου το λέγανε σώμα και έχει τρία σημαντικά μέρη μέσα του και
έχουν και αυτά από ένα όνομα.
Το κεφάλι είναι στην κορυφή του σώματος και πιλοτάρει όλο το σώμα δίνει εντολές
για τα πάντα και αν πάθει βλάβη, το σώμα δεν λειτούργει και το ταξίδι γίνεται
Η καρδιά είναι το δεύτερο μέρος όπου είναι ζωτικής σημασίας για την λειτουργιά
του σώματος. Έχει την ικανότητα να νιώθει την άλλη διάσταση του υλικού κόσμου
και αν αποφασίσει να σταματήσει να χτύπα ο ρυθμός της τότε το ταξίδι τελειώνει
Το αίμα είναι το τρίτο μέρος και είναι το υγρό που κρατάει όλο το σώμα ζωντανό
και το παράξενο είναι ότι δεν υπάρχει σε καμία πηγή, πηγάζει μέσα από το ίδιο
το σώμα. Αν αποφασίσει να τρέξει έξω από το σώμα τότε σταματάνε τα πάντα να
δουλεύουν και το σώμα πέφτει ξερό απελευθερώνοντας την ψυχή από την υλική
Τέλος η ψυχή μου θα ήταν ελεύθερη και ταυτόχρονα φυλακισμένη μέσα στο σώμα
μου μέχρι να τελειώσει ο μετρημένος χρόνος του ταξιδίου μου.
Κάπως έτσι γίνανε τα γεγονότα και τελείωσαν οι εννέα μετρημένοι μήνες και
φτάσαμε σε ένα δροσερό αυγουστιάτικο απόγευμα όπου η μορφή της ψυχής μου
ήταν έτοιμη να αντικρίσει τον υλικό κόσμο της γης και ο κόσμος να υποδεχτεί άλλη
μια ψυχή που ήθελε να ταξιδέψει στα απόκρυφα σκοτεινά μονοπάτια και στα
λαμπερά ορατά της σπλάχνα.
Τα νερά της μήτρας αγριέψανε και σπάσανε την πόρτα της, ανοίγοντας την πόρτα
για τον υλικό κόσμο. Η ψυχή μου τρόμαξε νιώθοντας πίεση και βλέποντας πως
η πόρτα ήταν μικρή και δεν χωρούσε να περάσει φοβήθηκε μήπως και τελικά
μείνει αταξίδευτη. Πάνω στην τρικυμία και τον πανικό της ένιωσε μια απρόβλεπτη
βοήθεια, κάποια ακατανόητη δύναμη την τράβηξε στον κόσμο της Γης. Ένιωσε
να τυλίγει όλο το σώμα της ψυχής και ταυτόχρονα άρχισε να μου ψιθυρίζει με
την γλώσσα της Γης κάτι νοήματα που μου φαινότανε πολύ παράξενο που τα
κατανοούσα, έγινα πλέον ένας άνθρωπος και σαν άνθρωπος θα έκανε η ψυχή μου
Εγώ είμαι η ζωή σου μου ψιθύρισε, θα είμαι η συντροφιά σου σε όλο το μετρημένο
χρόνο που θα έχει το ταξίδι σου. Είμαι αυτή που θα σου μάθει όλα τα μυστικά
μονοπάτια του ταξιδίου σου μου είπε και μετά σώπασε αφήνοντας την ψυχή μου
έκπληκτη με όλα όσα γίνανε.
Τρομαγμένη η ψυχή μου άρχισε να βλέπει μέσα από την υλική της μορφή έναν
κόσμο που της προκαλούσε δέος και φόβο μαζί.
Άρχισε να κλαίει και να φωνάζει από τον φόβο του άγνωστου κόσμου και ένιωθε
τελείως ανήμπορη να κουμαντάρει το σώμα της.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσε να αγκαλιάζει το αδύναμο σώμα ένα άλλο πιο μεγάλο
σώμα που από τη μια της φαινότανε παράξενο και από την άλλη της έδινε μια
περίεργη δύναμη που έδιωχνε τον φόβο του άγνωστου υλικού κόσμου. Ήταν η
πρώτη γνωριμία με τον άνθρωπο στου οποίου άνηκε η μήτρα και φιλοξένησε για
εννέα μετρημένους μήνες την ψυχή μου. Ήταν η πρώτη γνωριμία με την μάνα της
Τα μάτια του σώματός μου τα βλέπανε όλα παράξενα μέχρι που ξαναένιωσα
την φωνή της ζωής μου να μου ψιθυρίζει μέσα στον νοητό μου πλέον νου, από
σήμερα ανεβαίνουμε στην δική μας βάρκα και ξεκινάμε το ταξίδι μας. Ο δρόμος μας
είναι ένας ποταμός με πολλά λιμάνια και δυο νησιά. Η καρδιά σου θα επιλέγει τα
λιμάνια και γω θα σου δίνω την γνώση και θα σου κρατάω την λαχτάρα για το ταξίδι
Η βάρκα ήταν τρομακτικά άσχημη, είχε χιλιάδες τρύπες μα δεν έμπαζε νερό.
Το σκαρί της ήταν σάπιο αλλά κολυμπούσε με άνεση πάνω στα θολά νερά του
ποταμού. Η ζωή ήταν αόρατη μα τόσο έντονη που την ένιωθα σε όλο μου το σώμα.
Μου έδωσε μια ανάσα και το ταξίδι ξεκίνησε. Φοβήθηκα στην αρχή όταν κατάλαβα
ότι την βάρκα δεν την οδηγούσε κανείς ή μάλλον δεν είχα κατανοήσει ότι ο
καπετάνιος της βάρκας ήταν η καρδιά μου και οι επιλογές που θα έκανε σε όλη την
διάρκεια του ταξιδίου μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου