Ένα πρωινό αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι το οποίο το χρωστούσα στην ψυχή μου.
Χρειαζότανε ένα εισιτήριο το οποίο μόνο ο διάβολος πουλούσε.
Χρειάστηκε να παλέψω με θεούς και δαίμονες οι οποίοι κατοικούσαν στη καρδιά μου και με κρατούσανε για χρόνια παγωμένο.
Τους έκαψα και περπάτησα ένα σκοτεινό καταραμένο μονοπάτι.
Έμενε μόνο η συνάντηση με τον διάβολο.
Έμενε ο φόβος της ήττας και η απορία αν η λαχτάρα για το ταξίδι ήταν πιο δυνατή.
Ο φόβος φοβήθηκε και η λαχτάρα κέρδισε το εισιτήριο από τον υποκλινόμενο διάβολο.
Περίμενα για 15 μήνες με το εισιτήριο στο χέρι στις όχθες ενός ποταμού που μου τραγουδούσε ειρωνικά κάθε βράδυ που ο ήλιος κρυβότανε πίσω από τα βουνά.
Ήρθε τελικά η στιγμή που στο βάθος του ορίζοντα φάνηκε μια βάρκα.
Όσο πλησίαζε η βάρκα η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά μπροστά στον τρόμο που προκαλούσε η θέα της.
Είχε χιλιάδες τρύπες μα δεν έμπαζε καθόλου νερό, είχε σάπια σανίδια μα ταξίδευε άφοβα.
Πιο τρομακτικός ήταν ο βαρκάρης, μαυροφορεμένος, γεροδεμένος και το πρόσωπο του ήταν αόρατο.
Ταράχτηκα όταν ξαφνικά με ρώτησε αν η ψυχή μου είναι έτοιμη να ταξιδέψει.
Χρειάστηκα πολύ κουράγιο για να πω το ναι.
Ανέβηκα στην βάρκα και κάθισα φοβισμένος πίσω από τον βαρκάρη.
Με το που ξεκινήσαμε γύρισε το αόρατο πρόσωπό του και άκουσα την βαθιά μπάσα και λυπημένη φωνή του να μου λέει ότι θα κάνουμε μια πολύ σημαντική στάση για μια ώρα προτού φτάσουμε στον προορισμό μας.
Μετά από αυτό ταξιδέψαμε χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα για ένα μήνα περίπου.
Ένα πρωινό που δεν διέφερε σε τίποτα από τα άλλα φάνηκε στο βάθος ένα νησί το οποίο δεν υπήρχε σε κανέναν γήινο χάρτη.
Ένιωσα ρίγος σε όλο μου το σώμα όταν άκουσα να μου λέει φτάσαμε.
Καθώς πλησιάζαμε στην ακτή του νησιού πανικοβλήθηκα από την θέα που αντίκρισα.
Από παντού ηχούσανε κραυγές πόνου, πένθιμα εμβατήρια, παρακάλια για συγχώρεση και παντού κυκλοφορούσανε πληγωμένες ψυχές.
Με το που πάτησα το πόδι μου στην στεριά με ζύγωσε ένας γέροντας να με υποδεχτεί.
Είχε επάνω του πληγές που δεν κλείνανε ποτέ και κουβαλούσε στην πλάτη του την πιο βαριά κατάρα του νησιού, να μην μπορεί να γευτεί την αγάπη ποτέ.
Ήρθε κοντά μου και μου είπε με την θλιμμένη του φωνή, καλώς ήρθες γιε μου στο νησί των σκοτωμένων από αγάπη.
Τρόμαξα και το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να γυρίσω πίσω άλλα ο γέροντας με καθησύχασε και με παρότρυνε να περπατήσουμε μαζί και να γνωρίσω μερικές τραγικές ψυχές που αρνήθηκαν την αγάπη.
Την πρώτη ψυχή που συνάντησα την είχε κάποιος που αντάλλαξε μια αγάπη για τα πλούτη, με αποτέλεσμα να κοιμάται κάθε βράδυ πάνω σε χρυσό κρεβάτι μοναχός εδώ και εκατοντάδες χρόνια.
Δυστυχισμένος για πάντα θα ζει παρέα με την μοναξιά της φιλαργυρίας του.
Έμεινα σιωπηλός και συνέχισα την αναζήτησή μου παρέα με τον γέροντα.
Η επόμενη ψυχή που συνάντησα κατοικούσε μέσα σε μια πεντάμορφη γυναίκα.
Τώρα την βλέπω μπροστά μου να κοιτάζει τον εαυτό της σε έναν καθρέφτη και να κλαίει για την κατάρα που της δόθηκε όταν ζούσε στον κόσμο των θνητών και αυτή δεν είναι άλλη από την ομορφιά της.
Στην διάρκεια της ζωής της θεωρούσε τόσο όμορφη την εικόνα της, τόσο που να πιστέψει πως δεν υπήρχε ταίρι θνητής καταγωγής που να είναι αντάξιό της.
Αποτέλεσμα έμεινε μόνη με την ομορφιά της και δεν αγάπησε ποτέ και ούτε αγαπήθηκε ποτέ στην ζωή της. Τώρα πλανιέται μόνη μέσα στον καθρέφτη της για αιώνες προσπαθώντας να απαλλαγεί από την ομορφιά της.
Συνεχίσαμε να περπατάμε με τον γέροντα παρέα μέχρι την επόμενη ψυχή.
Αυτή η ψυχή ζούσε μέσα σε έναν θνητό που έγινε βασιλιάς.
Τον είδα μπροστά μου να κλαίει μονάχος γερμένος πάνω στον θρόνο του.
Όσο ζούσε κατέκτησε χιλιάδες πόλεις και χωριά και υποδούλωσε εκατομμύρια θνητούς.
Απέκτησε τόσο μεγάλο βασίλειο που το όνομά του έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο.
Τότε θεώρησε πως όλα και όλοι του ανήκουν. Είχε χιλιάδες πιστούς στρατιώτες άλλα δεν τον αγαπούσαν ποτέ είχε χιλιάδες δούλους άλλα όλοι τους τον μισούσανε, τέλος αγόρασε δεκάδες γυναίκες μα καμιά δεν άγγιξε την καρδιά και ούτε μπόρεσε ποτέ να αγαπήσει στην θνητή του ζωή. Τώρα έγινε δούλος του εαυτού του και από τότε που ήρθε στο νησί προσπαθεί να πετάξει το στέμμα από το κεφάλι αλλά είναι αιώνια καταδικασμένος να ζει μ' αυτό.
Έτσι τέλειωσε το πρώτο μισάωρο πάνω στο νησί. Μου έμενε άλλο τόσο μέχρι να ανέβω στην βάρκα και να συνεχίσω το ταξίδι μου.
Περπάτησα μονάχος πλέον αφού ο γέροντας πήγε στην καλύβα του στην ακτή για να συναντήσει κάποιες καινούργιες ψυχές που ήρθαν να μείνουν στο νησί.
Συνάντησα ψυχές που σκοτώσανε την αγάπη τους και δεν βρήκανε ποτέ μέρος για να ησυχάσουνε και να συγχωρεθούνε. Κάθε μέρα κάποιος τους σκοτώνει ότι πάνε να αγαπήσουν.
Συνάντησα ψυχές που κλέψαμε μια αγάπη και από τότε κάθε βράδυ κάποιος τους κλέβει ότι αυτοί αγαπούν το πρωί.
Μπορεί το νησί να είναι μικρό και να μου είναι τελείως αδύνατο να καταλάβω πως χωράνε τόσες ψυχές εκεί αλλά συνεχίζουν να έρχονται και να ζούνε εδώ παρέα με τις κατάρες τους.
Τελευταία στάση ήταν η καλύβα του γέροντα.
Μπήκα μέσα φοβισμένος και ανακουφισμένος ταυτόχρονα και τον ρώτησα εσύ γιατί είσαι άδω
Κοντοστάθηκε μπροστά μου και μου είπε πολύ λίγα λόγια.
Είμαι η πληγή της ψυχής που δεν κλείνει ποτέ.
Κατοικώ σε όλες τις ψυχές που εναντιώνονται στην αγάπη και τρέφομαι από τις καρδιές των σκοτωμένων από αγάπη, ελπίζω μου είπε να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ.
Γυρίζοντας στην βάρκα όλα ήταν διαφορετικά.
Η σάπια βάρκα με τις χιλιάδες τρύπες έγινε ένα πανέμορφο καράβι έτοιμο για ταξίδι.
Ο βαρκάρης με το αόρατο πρόσωπο μεταμορφώθηκε σε έναν καπετάνιο που ήταν έτοιμος να με οδηγήσει μαζί με το πλήρωμά του στον προορισμό μου.
Ήμουν απόλυτα έτοιμος να ταξιδέψω στην χώρα που ονειρευόμαστε να ζήσουμε και αυτή η χώρα δεν είναι άλλη από την χώρα της αγάπης.
Ανέβηκα στο καράβι και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην γυρίσω ποτέ ξανά σ' αυτό το νησί.
Αυτό το ταξίδι το έκανα πριν πολλά χρόνια μέσα σε λίγα λεπτά όταν ένιωθα την ανάγκη να πάρω την απόφαση ζω ή πεθαίνω.
Από τότε ταξιδεύω αγαπάω αγαπιέμαι και θυμάμαι πάντα το νησί των σκοτωμένων από αγάπη και όσο και αν πληγώνομαι από την αγάπη κρατάω την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου να μην στείλω την ψυχή μου ποτέ σε κείνο το νησί.....................................
ακης κουστουλιδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου